Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τὴν θύραν ἐπεῖχε κρούων

См. также в других словарях:

  • επέχω — (AM ἐπέχω) επιφυλάσσομαι, δεν εκφράζω οριστική άποψη μσν. νεοελλ. φρ. «επέχω θέση, τόπο» έχω ίση αξία, αντικαθιστώ αρχ. μσν. 1. κρατώ, βαστώ κάτι 2. συγκρατώ, εμποδίζω («οὐκ ἐφέξετε στόμα;», Ευρ.) 3. συγκρατούμαι («ἀλλ ἐπίσχες» στάσου) μσν. έχω… …   Dictionary of Greek

  • κοπρεαίος — κοπρεαίος, ο (Α) (ως υβριστικός χαρακτηρισμός) βρομερός, αηδής, σιχαμένος, κοπρίτης («ὁ δ ἤδη τὴν θύραν ἐπεῑχε κρούων ὁ κοπρεαῑος», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι). Η κατάλ. εαίος είναι επινόηση τού Αριστοφάνη για εκφραστικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»